- ὑπειράλιος
- ὑπειράλιος [pron. full] [ᾰ], ον, [dialect] Ep. form of Υπεράλιος,A on the sea, D.P.851, 1085.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπειράλιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπείρ, επικ. τ. τού ὑπέρ + άλιος (< ἄλς, ἁλός), πρβλ. ἐν άλιος] … Dictionary of Greek
ὑπειράλιον — ὑπειράλιος on the sea masc/fem acc sg ὑπειράλιος on the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπειράλιοι — ὑπειράλιος on the sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)